- πωγωνίας
- ο, ΝΑγενειοφόροςνεοελλ.ζωολ. α) είδος πιθήκων οι οποίοι χαρακτηρίζονται από την ύπαρξη μακριάς λευκής γενειάδας και ζουν στο Κονγκό και στην νήσο Φερνάντο Πόοβ) γένος οστεοϊχθύων τής οικογένειας συανίδεςαρχ.1. αστρον. κομήτης με πώγωνα, δηλαδή με ανώμαλη ουρά που έχει κατεύθυνση προς τον Ήλιο2. (για πετεινό) αυτός που φέρει σαρκώδη εκφύματα κάτω από το σαγόνι («ἀλεκτρυόνες πωγωνίαι», Πτολ.).[ΕΤΥΜΟΛ. < πώγων «πιγούνι, γένι» + κατάλ. -ίας* (πρβλ. γαλαξ-ίας). Η λ., ως όρος τής ζωολογίας στη Νέα Ελληνική, είναι αντιδάνεια, πρβλ. αγγλ. pogonias].
Dictionary of Greek. 2013.